- φυτολόγος
- οεπιστήμονας της φυτολογίας, ο ειδικός στη φυτολογία, ο βοτανικός, ο βοτανολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτολόγος — ο, η, Ν βοτανικός, βοτανολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytologist < φυτόν + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek